
IΣTOPIA Στ΄

ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ
Η πρώτη γυναίκα Ναύαρχος της νεώτερης παγκόσμιας ιστορίας. Τιμήθηκε με τον τίτλο του Ναυάρχου του στόλου της Ρωσίας από τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄ και με τον τίτλο του Υποναυάρχου, 193 χρόνια αργότερα από την Ελληνική Πολιτεία.

Ἡ Κυρά τῆς Ἐπανάστασης
Ὁ θηλυκός Κολοκοτρώνης

Γεννήθηκα στις 11 Μαΐου του 1771 στην Κωνσταντινούπολη, όταν η έγκυος μητέρα μου, Σκεύω Κοκκίνη, επισκέφτηκε στην φυλακή τον ετοιμοθάνατο πατέρα μου, Σταυριανό Πινότση που είχε τιμωρηθεί για την συμμετοχή του στα Ορλωφικά.
Πέρασα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στην Ύδρα, τέσσερα χρόνια αφού πέθανε ο πατέρας μου μετακομίσαμε στις Σπέτσες, όπου η μητέρα μου παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου Ορλώφ. Από τον γάμο αυτό απέκτησα 0κτώ ετεροθαλή αδέλφια, έξι αδελφούς και δύο αδελφές.
Αγαπούσα τις ξένες Γλώσσες και το διάβασμα. Μιλούσα Γαλλικά, Ιταλικά, Αγγλικά Τουρκικά και Γερμανικά. Στη βιβλιοθήκη μου μπορείς να δεις βιβλία των αγαπημένων μου συγγραφέων: Ουγκώ, Βολταίρος, Μιραμπώ, Σίλλερ, Κοραής, αλλά και διάφορες επιστολές μου σε φίλους και συνεργάτες μου στο εξωτερικό. Έμαθα μουσική και πιάνο, αλλά δεν ήμουν καλή... μαθήτρια. Όλοι είχαν να λένε για τον όμορφο γραφικό μου χαρακτήρα, το πάθος μου για την θάλασσα και τον Ρήγα Φεραίο. Διάβαζα τον Θούριο και ονειρευόμουν την απελευθέρωση του Γένους από τότε που ήμουν 13 χρονών κοριτσάκι και είδα με τα ίδια μου τα μάτια το Παιδομάζωμα των αγοριών του νησιού μου. Οι σπαραχτικές φωνές των μανάδων τους έμειναν για πάντα στη θύμησή μου, μαζί με τον θάνατο του πατέρα μου...

Παντρεύτηκα δύο φορές, στα 17 μου τον Δημήτρη Γιάννουζα και στα 30 μου τον Δημήτρη Μπούμπουλη, πλοίαρχοι και πλοιοκτήτες και οι δυο σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές.
Απαίτησα να ταξιδεύω μαζί τους καθώς αγαπούσα την θάλασσα και ήθελα να μάθω τα πάντα για την ναυσιπλοΐα. Το όνομά μου οφείλεται στον δεύτερο άντρα μου με τον οποίο ταξιδέψαμε σε όλη την Μεσόγειο φτιάχνοντας μεγάλη περιουσία.
Απέκτησα έξι παιδιά, δύο γιους και μία κόρη από τον πρώτο μου γάμο, δύο κόρες και έναν γιο από τον δεύτερο.
Κληρονόμησα πολλά χρήματα, κτήματα και καράβια από τους δύο συζύγους μου, τα οποία κατάφερα να αυξήσω ασχολούμενη με το εμπόριο. Στην αρχή ήμουν συνέταιρος σε πολλά πλοία, αργότερα έφτιαξα τέσσερα δικά μου. Ένα από αυτά, ο Αγαμέμνονας, ήταν το πρώτο πολεμικό πλοίο στην σκλαβωμένη ακόμη Ελλάδα και είχε 18 κανόνια!


Οι Τούρκοι θέλησαν να σταματήσουν την κατασκευή του, πώς μπορούσε να έχει τόσο μεγάλα κανόνια ένα εμπορικό πλοίο; Κατάφερα να τους ξεγελάσω φέροντάς τους ως δικαιολογία ότι φοβόμουν τους πειρατές...," δύο άντρες μου σκότωσαν!" Τους έδωσα και κάμποσα χρήματα και η δουλειά μου έγινε. Έμαθα μάλιστα και εκείνους που μαρτύρησαν το μυστικό μου και κατάφερα να τους... εξορίσουν.
Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, το 1816 είχαν προσπαθήσει να κατασχέσουν την περιουσία μου επειδή ο δεύτερος άντρας μου είχε πάρει μέρος στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο με την πλευρά των Ρώσων. Πήρα το πλοίο μου, τον Κανάκη, και μια και δυο έφτασα στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας την βοήθεια του Φιλέλληνα, πρεσβευτή της Ρωσίας, Γρηγόρη Στρογκόνωφ. Κατάφερα να συναντήσω την Βαλιντέ Σουλτάνα, μητέρα του Σουλτάνου και να της εκθέσω το πρόβλημά μου. Εκείνη κατά πως φαίνεται με συμπάθησε και έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, που θα έλεγε ότι δεν θα μπορούσε να πειράξει κανένας εμένα και την περιουσία μου.
Στη συνέχεια πήγα στην Κριμαία, όπου και έμεινα για τρεις μήνες σε κτήμα που μου παραχώρησε ο Τσάρος μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα στις Σπέτσες. Στο ταξίδι μου αυτό έγινα μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Μυήθηκα από τον νονό μου Μούρτζινο και συμμετείχα σε αυτή από κοινού με τον γιό μου Γιάννη.

Επέστρεψα στις Σπέτσες έχοντας αγοράσει όπλα και πολεμοφόδια τα οποία έκρυψα στο σπίτι μου. Έδωσα εντολή να ξεκινήσει η κατασκευή της Ναυαρχίδας μου. Η Επανάσταση πλησίαζε. Ο Αγαμέμνων θα ήταν έτοιμος το 1820.
Όλα αυτά κόστιζαν χιλιάδες χρυσά νομίσματα. Οι γιοι του δεύτερου άντρα μου από τον πρώτο του γάμο δυσανασχετούσαν βλέποντας μεγάλο μέρος της περιουσίας μας να γίνεται μπαρουτόβολα και καράβια ... για πόλεμο. Πήγαν στο δικαστήριο να διεκδικήσουν το μερτικό τους, ευτυχώς δεν πήγαν στο Τουρκικό, αλλά στο Πατριαρχείο και στο Βουλευτικό. Ο Πατριάρχης σχεδόν με αφόρισε, αλλά οι Βουλευτές αναλογιζόμενοι το μέγεθος της προσφοράς μου στον Αγώνα για τήν Ελευθερία μας, δεν έκαναν τίποτα.


Ένα τέχνασμα που σκαρφίστηκα για να βοηθήσω οικονομικά τον Αγώνα των Ελλήνων και να αποδυναμώσω ταυτόχρονα την οικονομία των Τούρκων, ήταν να ρίξω στην αγορά κάλπικα, κίβδηλα νομίσματα. Έφτιαξα για αυτόν τον σκοπό δύο νομισματοκοπεία, ένα στο Ναύπλιο και ένα στις Σπέτσες, όπου κόβαμε τουρκικά γρόσια και τα ρίχναμε στην αγορά των Μικρασιατικών παραλίων αγοράζοντας διάφορα προϊόντα. Τα νομίσματα αυτά ήταν γνωστά ως Μπουμπουλίνες.
.jpg)

Όταν άρχισε η Επανάσταση ήμουν 50 χρονών, όπως λέει ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων, «πεντηκοντούτιδα, ωραίαν, αρειμάνιον ως αμαζόνα, επιβλητικήν καπετάνισσαν, προ της οποίας ο άνανδρος ησχύνετο και ο ανδρείος υπεχώρει». Χρειαζόμουν πολλά χρήματα για να συντηρήσω όχι μόνον τα καράβια μου, αλλά και τους στρατιώτες που είχα για να πολεμάμε στην ξηρά.
Στις 13 Μαρτίου 1821, στο λιμάνι των Σπετσών, ήμουν η πρώτη που ύψωσα ως λάβαρο της Επανάστασης, στο κατάρτι του Αγαμέμνονα την σημαία μου, την οποία χαιρέτησα με κανονιοβολισμούς.
Η σημαία αυτή είχε κόκκινο περίγυρο και μπλε φόντο και απεικόνιζε έναν βυζαντινό μονοκέφαλο αετό ο οποίος κρατούσε μια άγκυρα και έναν φοίνικα. Ο αετός είχε τα φτερά του γυρισμένα προς τα κάτω, συμβόλιζε το σκλαβωμένο Ελληνικό έθνος, το οποίο θα αναγεννιόταν όπως ο φοίνικας με την βοήθεια του Ναυτικού, το οποίο συμβόλιζε η άγκυρα.
Την εμπνεύστηκα από το λάβαρο της βυζαντινής Δυναστείας των Κομνηνών. Στις 3 Απριλίου και ανήμερα των Βαΐων, οι Σπέτσες, πρώτες από όλα τα νησιά, επαναστατούν.
Ως επικεφαλής 8 πλοίων , από τα οποία τρία ήταν δικά μου - έπλευσα προς το Ναύπλιο το οποίο ήταν ένα απόρθητο οχυρό με τρία φρούρια, το Μπούρτζι, την Ακροναυπλία και το Παλαμήδι και 300 κανόνια. Πλοίαρχος του Αγαμέμνονα, της ναυαρχίδας μας, ήταν ο μεγάλος μου γιος, Γιάννης Γιάννουζας και οι άλλοι δυο στα άλλα πλοία μαζί με τα αδέλφια μου.
Μαζί με τον Γκίκα Μπόταση και τα πληρώματά μας αποβιβαστήκαμε στους Μύλους του Άργους.
Το ελληνικό στρατόπεδο ήταν έτοιμο να διαλυθεί μετά τις πρώτες αποτυχίες και την υποχώρηση των πολιορκητών. Με τον ανεφοδιασμό όμως τους κάναμε και με το στρατιωτικό σώμα που είχα συγκροτήσει για να πολεμάμε στην ξηρά τονώσαμε το ηθικό τους και πήραν τά πάνω τους. Τότε τους πρότεινα να επαναλάβουμε την πολιορκία και δέχτηκαν.


Αλίμονο κατά την διάρκειά της, σκοτώθηκε ο Γιαννάκης μου, ήταν 24 Απριλίου. Τρελάθηκα από τον πόνο... πήρα το σπαθί μου και όρμησα πάνω στους Τούρκους, τρεις από αυτούς τον ακολούθησαν στον άλλον κόσμο....
Παρά την τραγική απώλεια, συνέχισα τον Αγώνα.. Τον Μάιο δέχτηκα την πρόσκληση του Κολοκοτρώνη για βοήθεια στην Τριπολιτσά στέλνοντάς του 2.000 οκάδες μολύβι για μπαρουτόβολα. Πήρα μέρος στην πολιορκία του κάστρου της Μονεμβασιάς, του Νεόκαστρου της Πύλου και του Γαλαξιδίουμ ενώ συνέχιζα τον ανεφοδιασμό του Άργους μέχρι τον Νοέμβριο του 1822 που ελευθερώθηκε το Ναύπλιο.

Τον Σεπτέμβριο του 1821 πήρα μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς μαζί με τον Κολοκοτρώνη που με φώναζε: " Καπετάνισσα". Ήμουν από τους πρώτους που μπήκαν μέσα. καβάλα πάνω στο άσπρο μου άλογο. Έσωσα τις γυναίκες και τα παιδιά του χαρεμιού του Χουρσίτ Πασά και να τους έστειλα με ασφάλεια στην Κωνσταντινούπολη, ανταποδίδοντας έτσι την χάρη που χρωστούσα στην Βαλιντέ. Σουλτάνα.
Στις 30 Νοεμβρίου 1822, πήραμε το Ναύπλιο και η νεοσύστατη ελληνική κυβέρνηση μου έδωσε ένα από τα ωραιότερα σπίτια της πόλης, ως ανταμοιβή για την προσφορά μου. Τον Δεκέμβριο πάντρεψα την μικρή μου κόρη, Ελένη με τον Πάνο, τον μεγάλο γιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, τους οποίους είχαμε αρραβωνιάσει μετά την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς.
Ήταν όμορφο ζευγάρι!
Ο Πάνος ήταν γενναίο παλληκάρι, μορφωμένος με λεπτούς τρόπους. Ήταν άριστος μαθηματικός και γνώριζε πολύ καλά αρχαία ελληνικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ του άρεσε το διάβασμα, όπως και σε μένα. Ο Υψηλάντης τον είχε διορίσει Φρούραρχο του Ναυπλίου, αμέσως μετά την απελευθέρωσή του. Η Ελένη μου ήταν πολύ όμορφη.
Δυστυχώς η ευτυχία τους δεν κράτησε για πολύ.

Το 1824, οι Έλληνες διχάστηκαν σε δύο στρατόπεδα,. Από τη μία πλευρά ήταν οι Πολιτικοί και οι νησιώτες που είχαν την Κυβέρνηση και από την άλλη οι στρατιωτικοί στεριανοί. Εγώ, αν και νησιώτισσα στήριζα τον Κολοκοτρώνη που τον εκτιμούσα και τον θαύμαζα.. Η Κυβέρνηση φυλάκισε τον Κολοκοτρώνη και άλλους στρατιωτικούς, εμένα μου αφαίρεσε το σπίτι που μου είχε χαρίσει. Το κλίμα ήταν άσχημο. Ο δεύτερος εμφύλιος που ξεκίνησε έβαζε σε κίνδυνο την Επανάσταση.
Στις 13 Ιουνίου του 1824 αναγκάζομαι να φύγω από το Κάστρο μαζί με τα παιδιά. Ο Πάνος και η Ελένη πηγαίνουν στην Τριπολιτσά στο σπίτι του Κολοκοτρώνη και εγώ στο νησί.. Στις 13 Νοεμβρίου, αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη δολοφονούν τον Πάνο.
Ήταν μόλις 24 ετών και η κόρη μου, 17, τον επόμενο χρόνο, τον Μάιο , θα παντρευτεί τον Θοδωράκη Γρίβα, έναν γενναίο οπλαρχηγό μα σκληρό, αμόρφωτο και ζηλιάρη με τον οποίο η ζωή της δεν θα είναι ρόδινη.

ΕΛΕΝΗ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΗ 1807-1850
Η κόρη της Μπουμπουλίνας, σύζυγος του Πάνου Κολοκοτρώνη και κατόπιν σύζυγος του Θεοδωράκη Γρίβα, έγινε το μήλο της έριδος, οδήγησε σε ρήξη τις σχέσεις του Κολοκοτρώνη και του Γρίβα κι άλλαξε τις συμμαχίες και τους συσχετισμούς στο στρατόπεδο των Ελλήνων στην Πελοπόννησο, σε σημείο που τέθηκε σε κίνδυνο η Επανάσταση. Μπορούμε να πούμε χωρίς υπερβολή πως υπήρξε η «μοιραία γυναίκα» της Ελληνικής Επανάστασης.

Έγώ πικραμένη βλέποντας την πατρίδα να κινδυνεύει εξ αιτίας του εμφυλίου πολέμου, συγκέντρωνα ότι είχε απομείνει πια από την περιουσία μου για να βοηθήσω στον αγώνα κατά του Ιμπραήμ. Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια. Ο γιός μου ο Γιωργής ήταν ερωτευμένος με την Ευγενία Κούτση, αλλά οι γονείς της δεν ήθελαν να του την δώσουν για νύφη. Έτσι τα παιδιά αποφάσισαν να κλεφτούνε.
Οι συγγενείς της κοπέλας, ανάμεσά τους και ένας από τους αδελφούς μου έφτασαν κάτω από το παράθυρό μου προσβάλοντάς με με φωνές και άδικες κατηγορίες, καθώς πίστευαν ότι τα παιδιά ήταν στο σπίτι μου. Νευριασμένη καθώς ήμουνα τους απάντησα με λόγια σκληρά και τότε... όλα σκοτείνιασαν γύρω μου... Μία σφαίρα με είχε βρει στο κούτελο, κανένας δεν έμαθε ποιος ήταν ο φονιάς μου. Ήταν 22 Μαίου του 1825, δεν πρόλαβα να δω την Ελλάδα μας ελεύθερη.... Ήμουν 54 χρονών.

Τα παιδιά μου δώρισαν τον Αγαμέμνονα στο Ελληνικό Κράτος. Κυβερνήτης ήταν ο Καποδίστριας, έγινε η ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου και πήρε το όνομα "ΣΠΕΤΣΑΙ". Δυστυχώς έπεσε και αυτό θύμα μιας άλλης εμφύλιας διαμάχης. Ο ναύαρχος Μιαούλης, το πυρπόλησε στον Πόρο στις 29 Ιουλίου 1831, ένα χρόνο πριν την αναγνώριση της Ελλάδας ως ανεξάρτητο κράτος. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 9 Σεπτεμβρίου, ο Καποδίστριας, ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας θα έχει παρόμοια τύχη με το πλοίο μου. Δολοφονήθηκε από χέρι ελληνικό την ώρα που πήγαινε στην εκκλησία.

Αν σε βγάλει ο δρόμος σου στις Σπέτσες, μπορείς να δεις το σπίτι μου που λειτουργεί ως ΜΟΥΣΕΙΟ και το άγαλμά μου να αγναντεύει το ελεύθερο γαλάζιο πέλαγός μας .
Λίγο πριν πεθάνω, ο τσάρος της Ρωσίας, Αλέξανδρος Α΄ μου απένειμε τον τίτλο του Ναυάρχου του Ρωσικού Στόλου και ένα Σπαθί , πρωτοφανής τιμή για γυναίκα.
Το 2018, η πατρίδα μας μου απένειμε τον βαθμό του υποναυάρχου επί τιμή, τον Πολεμικό Σταυρό Α ‘ Τάξεως και το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων,
Πολλοί Ευρωπαίοι, αν και δεν με είχαν δει ποτέ τους με ζωγράφισαν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο εκφράζοντας τον θαυμασμό τους. Κάθε φορά που έβλεπα ή μου περιγράφανε έναν πίνακά μου, ξεκαρδιζόμουν στα γέλια... Όλοι με φαντάζονταν ζωσμένη με άρματα. Σε έναν μάλιστα πίνακα από αυτούς απεικονίζομαι σαν την Ζαν ντ' Άρκ, την Αγία Ιωάννα της Λωρραίνης που έσωσε την Γαλλία από τους Άγγλους.
11 απόγονοί μου υπηρέτησαν στο Πολεμικό Ναυτικό κρατώντας την παράδοση της οικογένειάς μας. Ενώ στην διάρκεια της Κατοχής, μία άλλη γυναίκα της οικογένειας, η Λέλα Καραγιάννη βοήθησε στον αγώνα ενάντια στη Γερμανική Κατοχή προσφέροντας την περιουσία της και την ζωή της. Το όνομα που χρησιμοποιούσε για την οργάνωσή της ήταν... ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ!
