top of page

Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου

Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου

Το δίτομο έργο μου κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1911  από το τυπογραφείο Γ.Σ. Βελώνη στο Λονδίνο, με εικονογράφηση του Δημήτρη Κωνσταντινίδη, χωρίς ένδειξη χρονολογίας.

Από τις 13 Σεπτεμβρίου το αναδημοσίευσε η εφημερίδα " Ακρόπολις" σε συνέχειες και " Ο Νουμάς" σε δύο τεύχη του, δημοσίευσε το τελευταίο κεφάλαιο.

Στη σελίδα τίτλου υπήρχαν οι δύο πρώτοι στίχοι από τη "Φλογέρα του Βασιλιά" του Παλαμά, ενώ είχα ζητήσει την άδεια από τον ποιητή να προτάξω περισσότερους. 

Το έργο ήταν αφιερωμένο στον Αργύρη Εφταλιώτη, που του το διάβαζα σταδιακά, όσο ήταν ακόμη χειρόγραφο. Ευχαριστούσα τον Γκιστάβ Σλουμπερζέ για τις συμβουλές και τις ενθαρρύνσεις που μου έδωσε με ρποσθυμία και καλοσύνη σε φιλικές συνομιλίες. Αυτή η σημείωσή μου διαβεβαίωνε τους αναγνώστες ότι τα ιστορικά γεγονότα ήταν ορθά.

Είχα βρει την ευκαιρία να εντάξω στο στόμα των ηρώων μου ή και στο κείμενό μου όσα ήθελα η ίδια να πω, όσα ήθελα να ακουστούν και δεν μπορούσα η ίδια να αρθρώσω.

Η υπόθεση του βιβλίου μου διδραματιζόταν στο Βυζάντιο την ίδια περίπου χρονική περίοδο με το πρώτο μου έργο. Συνέβαλα κι εγώ όσο μπορούσα , στη μελέτη των χρόνων αυτών, όπως και οι δημοτικιστές. Όλα τα στοιχεία που απαντούσαν στην πρώτη μου ιστορική νουβέλα επαναλαμβάνονταν σε εκτενέστερη μορφή. Η ατμόσφαιρα κατασκοπείας, οι μεταμφιέσεις, η αγάπη προς την πατρίδα και τον αυτοκράτορα. Κι όλα τα συναισθήματα, όσα υπήρχαν στο μυθιστόρημά μου η φιλία, ο μεγάλος αμοιβαίος έρωτας, αλλά και ένας ακόμα έρωτας, δυνατός μα άτυχος, ήταν θέματα που διαπραγματευόμουν γιατί τα γνώριζα , και μάλιστα καλά.

Ο Κωνσταντίνος Κρηνίτης ήταν πλασμένος σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του Ίωνα, όπως και όλα τα συμπαθητικά πρόσωπα στο έργο μου. Ο Μιχαήλ Ιγερινός θα μπορούσε να μοιάζει λίγο στον Πέτρο Βλαστό, αλλά στο τέλος του έργου έμοιζε περισσότερο σε εμένα.

Ο Νικήτας διέθετε πολλά από τα στοιχεία του χαρακτήρα του Ίωνα τόσο όταν μυούσε τον Κωνσταντίνο και τον Μιχαήλ στην τέχνη της κατασκοπείας, όσο όταν πολεμούσε. Το γυναικείο πρόσωπο της ιστορίας, η Αλεξία Αργυρή, ήμουνα εγώ. Μου έμοιαζε η ηρωίδα μου στην εμφάνιση, στον χαρακτήρα, στην συμπεριφορά. Ως Βουλγάρα η Βουβή ήμουνα παράξενη κι ακόμα και λίγο παλαβή, οι άλλοι δεν καταλάβαιναν τι είχα στο μυαλό μου και πώς ενεργούσα.

Τα βασικά στοιχεία στο μυθιστόρημά μου τα είχα εμπνευστεί από το πρώτο βιβλίο του Ίωνα, που είχε κυκλοφορήσει το 1907. Από εκεί είχα ξεκινήσει, εκεί κατέληγα. Ο Αλέξης είχε γίνει πλέον Αλεξία, ο χώρος όπου διαδραματιζόταν  η υπόθεσή μου ήταν ο χώρος που γνώριζε καλό ο Ίων, η Μακεδονία. Ο χρόνος ήταν και πάλι εκείνος στον οποίο αναφερόταν ο Ίων, η σημαντικότερη περίοδος του Βυζαντίου, εκείνη του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου. Δεν μπορούσα να απομακρυνθώ από τον Ίωνα, ούτε και το ήθελα.

Η "μυστική" ζωή μου συνεχιζόταν και ονειροφανταζόμουν συνεχώς μιμούμενη ένα ακόμα χαρακτηριστικό του Ίωνα, ότι δηλαδή στα έργα του πάντα ασχολείται με τον εαυτό του και όχι με άλλους ανθρώπους. Έτσι έκανα κι εγώ. Περιέγραφα τια διάφορες όψεις του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς μου, των στενών συγγενών μου αλλά και του Ίωνα. Έως το καλοκαίρι του 1913 θεωρούσα ότι ήταν δικός μου, τουλάχιστον ψυχικά, επομένως μπορούσα να ασχολούμαι μαζί του.

 

Η Κυρία με τα μαύρα, Μίτση Πικραμένου, 

Παραμύθι χωρίς όνομα

Παραμύθι χωρίς όνομα

Το έργο τυπώθηκε στο Λονδίνο το 1910 και κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά. Εικονογραφήθηκε από τον Δημήτρη Κωνσταντινίδη. Σε αυτό το βιβλίο είχα και τη βοήθεια του Τριανταφυλλίδη, ο οποίος ανέλαβε να κάνει τις τυπογραφικές διορθώσεις ενοποιώντας και την ορθογραφία μου. 

Γράφτηκε σε δέκα μέρες, σε ώρες που η αυτοκτονία μου είχε γίνει εμμονή. Ολοκλήρωσα τη συγγραφή του στις 2 Μαρτίου, η εκτύπωση ξεκίνησε τον Ιούλιο και ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο. Στους μήνες που μεσολάβησαν είχα το περιθώριο να το συμπληρώσω και να το διορθώσω. 

Την εποχή που κυκλοφόρησε, θεωρήθηκε ότι είχε άμεση σχέση με την τρέχουσα ελληνική καθημερινότητα. Είχε ειπωθεί ότι το Βασιλόπουλο ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Το Βασιλόπουλο ήταν ο Ίων, διέθετε όλα τα χαρακτηριστικά του αγαπημένου μου και στην εμφάνιση και στον χαρακτήρα. Από την άλλη, η Γνώση, η κόρη της κυρά Φρόνησης ήμουν ασφαλώς εγώ. Η γυναίκα που αγαπούσε το Βασιλόπουλο που στεκόταν αθόρυβα δίπλα του, που το συμβούλευε και το εμψύχωνε. Κι όλα αυτό το παραμύθι αντικατόπτριζε την εκόνα που είχε ο Ίων για τη σχέση του με εμένα, αλλά και τη δική μου για αυτόν. Όλα εκείνα που συζητούσαμε ή γράφαμε στις επιστολές μας τα ονειροφανταζόμουνα στη "μυστική" ζωή μου και δημιούργησα ένα αισιόδοξο παραμύθι. Αναγκαστικά ισχυριζόμουνα ότι επρόκειτο για μια αλληγορία. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να κρύψω από τον κόσμο την αγάπη μου και την ανάγκη να είμαι κοντά στον αγαπημένο μου, έστω και στην φαντασία μου.

Τα πράγματα είναι απλά. Ο Ίων μου έλειπε και τον σκεπτόμουνα. Είχε δύο ανθρώπους με τους οποίους διατηρούσε στενή επαφή, τον Περικλή Γιαννόπουλο και τον Αθανάσιο Σουλιώτη. Εγώ είχα μια καλή φίλη, την Μέλπω Λογοθέτη, η οποία είχε επαφές με τον Ίωνα. Εκείνη με είχε ενημερώσει για τη σχέση του με την Μαρίκα Κοτοπούλη και τα καμώματά της. Ο μεγάλος έρωτας του Περικλή Γιαννόπουλου ήταν η ζωγράφος Σοφία Λασκαρίδου, που είχε αρνηθεί την πρότασή του για γάμο και είχε φύγει στη Γερμανία. Είχα αποκτήσει επαφές με τη ζωγράφο, η οποία είχε ήδη φιλοτεχνήσει τις εικόνες στο παραμύθι " Η καρδιά της Βασιλοπούλας". Είχα επιδιώξει να τη γνωρίσω, όντας ενημερωμένη για τον έρωτα του Γιαννόπουλου. Ο άλλος στενός συνεργάτης του Ίωνα, ο Αθανάσιος Σουλιώτης, γνωστός με το κατασκοπικό του ψευδώνυμο, Νικολαίδης. Ήταν ο βοηθός τουστο έργο της συνένωσης της φυλής και της αφύπνισης της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων. Με τον Σουλιώτη ήταν σφοδρά ερωτευμένη η Μέλπω Λογοθέτη.

Στο έργο μου το Βασιλόπουλο είχε δύο συμβούλους, δύο υπασπιστές, τον Πολύδωρο και τον Πολύκαρπο και μία αδελφή, την Ειρηνούλα, είναι τα τρία άτομα που του συμπαραστέκονται. Ο Πολύδωρος είναι ο Περικλής Γιαννόπουλος, αυτός που πρόσφερε στον Ίωνα το δώρο της σκέψης του, ο άνθρωπος που πρόσφερε στο Βασιλόπουλο τα μέσα για να πραγματοποιήσει τον σκοπό του, την ανόρθωση της φυλής του. Ο Πολύκαρπος, είναι ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαίδης και προσέφερε στον Ίωνα πολύτιμους καρπούς με τη δράση του, όπως ακριβώς και ο υπασπιστής για το Βασιλόπουλο. Η Μέλπω Λογοθέτη είναι η Ειρηνούλα, η αδελφή του Βασιλόπουλου. Ο γάμος της Μέλπως με τον Σουλιώτη ήταν κάτι που επιθυμούσα.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος αυτοκτόνησε στις 10 Απριλίου του 1910. ... Ο αγαπημένος μου τον εκτιμούσε αφάντστα. Η αυτοκτονία του ήταν ένα γεγονός υψίστης σημασίας για μένα. Δεν θα μπορούσα να μην την αναφέρω, όπως δεν θα μπορούσα να μην αφήσω νοερά και ένα λουλούδι στον τάφο του.

Είχα ολοκληρώσει τη συγγραφή του έργου μου. Έπιασα και πάλι την πένα μου με σκοπό να επέμβω στο κείμενό μου. Και το έκανα. Δημιούργησα για τον άνθρωπο που έχασε τη ζωή του πάνω στον αγώνα το "Μνημείο του Αφανέρωτου Ήρωα", το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.

Πάντοτε στον Ίωνα ήταν η σκέψη μου. Και τώρα αποτύπωνα πόσο η ίδια του είχα συμπαρασταθεί κατά τη διάρκεια της γνωριμίας μας, πόσο εκείνος επιζητούσε τη δυνατότητά μου να τον εμψυχώνω. Γράφοντας κατά τη διάρκεια της "μυστικής" ζωής μου, ονειροφανταζόμουνα ποιος θα ήταν ο ρόλος μου εάν βρισκόμουν κοντά του. Θα ήμουνα η εμψυχώτρια και σύμμαχός του. Και μαζί θα καταφέρναμε να ενώσουμε τον ελληνισμό. Θα στηριζόμασταν στις ιδέες του Γιαννόπουλου, θα μας συμπαραστέκονταν οι δύο καλοί μας φίλοι, η Μέλπω και ο Αθανάσιος Σουλιώτης, που μέσα στην ονειροφαντασία μου ένωναν κι αυτοί τις ζωές τους.

Η Κυρία με τα μαύρα, Μίτση Πικραμένου,

Για την Πατρίδα

Για την Πατρίδα

Το πρώτο μου βιβλίο δημοσειεύθηκε το 1909. Η έκδοση ήταν εικονογραφημένη από τον Νίκο Λύτρα, τον γιο του Νικηφόρου και αυτό έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Οι εκιόνες ήταν ολοσέλιδες, εκτός κειμένου, αλλά και μικρότερες, σε διάφορα σχήματα και έδεναν πάντοτε αρμονικά με την αφήγησή μου. Ο αρχικός τίτλος του βιβλίου ήταν διαφορετικός, όπως εξομολογήθηκα στον Κωστή Παλαμά.

Η νουβέλα διαδραματιζόταν σε μια ατμόσφαιρα μυστικότητας και κατασκοπείας, όπως και τα ιστορικά μυθιστορήματά μου που ακολούθιησαν. Επρόκειτο για ένα κλίμα που είχα γνωρίσει από τον Ίωνα. Η δουλειά του ήταν μυστική, δεν ανακοίνωνε το όνομά του στις συναντήσεις του με τους Έλληνες της περιφέρειας. Φυσικά στο έργο προείχε πάντοτε η ιδέα της πατρίδας, ο σεβασμός προς τον βασιλιά και το καθήκον.

Παρούσα ήταν και η ερωτική αγάπη, και όχι μόνον του ζεύγους Αλέξιου Αργυρού και Θέκλας, αλλά και της Βουλγάρας Μιροσλάβα με τον Ασώτη. Για χάρη του αγαπημένου της η Βουλγάρα πριγκίπισσα απαρνήθηκε την πατρίδα και την οικογένειά της και αποφάσισε να ακολουθήσει τον Ασώτη που ήταν Έλληνας, όπως και η μητέρα της. Πόσο με συγκινούσε ο έρωτας αυτός. Ταυτιζόμουνα με την νεαρή Βουλγάρα. Ενθουσιαζόμουνα με την γυναίκα που απαρνήθηκε τα πάντα για την αγάπη της.

Αλέξιος Αργυρός ήταν ο Ίων, την εμφάνισή του δεν την περιέγραφα, δεν έπρεπε να αποκαλύψω ότι βρισκόταν πάντοτε στο μυαλό μου. Ο χαρακτήρας του περνούσε ανάγλυφα στο δημιούργημά μου. Η Θέκλα ήμουνα εγώ, η κοπέλα με τη λιγνή κορμοστασιά καιτ α λεπτά χέρια, που αγαπούσε τον Αλέξιο και ήταν έτοιμη να κάνει οποιαδήποτε θυσία για την αγάπη της, ακριβώς όπως κι εγώ. Υπήρχαν κι άλλα σημαντικά σημεία που φανέρωναν τη διαρκή εξάρτησή μου από τον Ίωνα. Στο " Μαρτύρων και ηρώων αίμα" του 1907 πρωταγωνιστούσε ο Αλέξης, στη δικιά μου νουβέλο ο Αλέξιος. Στο ίδιο έργο του ο Ίων αναφερόταν επανειλημμένα στο Βυζάντιο, και μάλιστα στον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο, με την ίδια περίπου εποχή είχα καταπιαστεί κι εγώ και θα συνέχιζα. Αλλά και τον χώρο όπου διαδραματιζόταν η υπόθεση τον ήξερα μόνον από τον χάρτη, ο Ίων τον είχε ζήσει σε μεγάλο μέρος του, τον είχε περιηγηθεί, τον είχε περπατήσει. Τα κοινά σημεία ήταν πάμπολλα. Δεν θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ήταν τυχαίες συμπτώσεις. Όντας μια απολύτως φυσιολογική γυναίκα τις ώρες της μοναξιάς μου απομονωνόμουνα και ονειροφανταζόμουνα, ακριβώς όπως κάνουν πολλοί άνθρωποι. Τότε ζούσα τη "μυστική" ζωή μου, στον κόσμο των ονείρων μου και ένιωθα ότι ήμουνα πάντοτε μαζί με τον Ίωνα, ότι ήμουνα η αγαπημένη του σύντροφος και ότι τον ακολουθούσα στις επικίνδυνες αποστολές του.

Η Κυρία με τα μαύρα, Μίτση Πικραμένου,

Η ζωή του Χριστού

Η ζωή του Χριστού

Στα τέλη του 1925 εκδόθηκε στην Αθήνα το μεγάλο έργο μου, Η ζωή του Χριστού. Ένα σημαντικό βιβλίο, με επίπονη προεργασία, που με απασχόλησε γύρω στα δώδεκα χρόνια. Το σοβαρότερο και απαιτητικότερο έργο μου, όπου όφειλα να αντιμετωπίσω πολλούς σκοπέλους που προέκυπταν από την ερμηνεία των γεγονότων. Μια προσπάθεια να ενοποιήσω όσα παρουσιάζονταν στα τέσσερα Ευαγγέλια σε ένα ενιαίο σύνολο, επιλύοντας ταυτόχρονα τα προβλήματα χώρου, χρόνου και προσώπων, όσο αυτό ήταν δυνατόν.

 

Υπήρξε το λιγότερο διαβασμένο βιβλίο μου, ένα έργο που εντυπωσίασε τους ανθρώπους των γραμμάτων, όπως απέδειξαν οι βιβλιοκρισίες. Για το έργο μου αυτό προέκυπτε ένα ερώτημα:

Πώς αποφάσισα να καταπιαστώ με θρησκευτικό ζήτημα; Η θρησκεία δεν ήταν κάτι σημαντικό στη ζωή μου. Ο Ιησούς Χριστός ήταν κάτι το ιδιαίτερο για μένα. Πίστευα σε Εκείνον και η έννοια της Ορθοδοξίας ήταν για εμένα άρρηκτα συνδεδεμένη με εκείνη του ελληνισμού.

Η γνωριμία μου με τον Ίωνα και ο έρωτάς μας με οδήγησε σε άλλα μονοπάτια. Πονώντας αφάνταστα συνειδητοποίησα τον πόνο του. Άρχισα να τον αντικρίζω όπως γνώριζα ότι ήταν ο Χριστός. Ήταν πολλές οι αναφορές μου στον Ίωνα ως Χριστό. Τη δικιά μας σχέση την προσομοίαζα με θρησκεία κι έτσι την αποκαλούσα, έτσι την αισθανόμουνα. Όταν βρέθηκα με τον Ίωνα στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1913 διαπίστωσα ότι ο αγαπημένος μου είχε αλλάξει από τον μεγάλο πόνο που είχε νιώσει. Η αρχική μου εντύπωση ότι ο Ίων έμοιαζε στον Χριστό έγινε πεποίθηση.

Από το φθινόπωρο του 1913, που επέστρεψα στην Αλεξάνδρεια, αποφάσισα να γράψω την ιστορία της ζωής του Χριστού. Ήξερα ότι θα μπορούσα να βρίσκομαι και πάλι κοντά στον αγαπημένο μου. Θα τον φανταζόμουν διαρκώς και μέσα από τα πάθη του Ίωνα θα ζούσα τα πάθη του Ιησού η και το αντίθετο. Δώδεκα χρόνια κράτησε η συγγραφή, χρόνια δύσκολα τόσο για την προσωπική μου ζωή όσο και για την Ελλάδα. Τα έζησα και πόνεσα αφάνταστα κατά τη διάρκειά τους.Μέσα στην αντάρα και στον προσωπικό σπαραγμό προσπαθούσα να βάλω σε σειρά τα γεγονότα της ζωής του Χριστού.

Το έργο ήταν αφιερωμένο στη μητέρα. Το γεγονός δεν ήταν ούτε συμπτωματικό ούτε τυχαίο. Μήπως η αφιέρωση αυτή αποτελούσε μια ειρωνική υπενθύμιση στη θεοφοβούμενη μητέρα ότι θα έπρεπε να σκεφτεί ουσιαστικά ποιος ήταν ο Χριστός και ποια ήταν τα διδάγματά του; Μήπως αποτελούσε μια ακόμη προσπάθεια ώστε να τα βρούμε επιτέλους μητέρα και κόρη; Η προσπάθεια πάντως έπεσε στο κενό. Η μητέρα δε διάβασε ποτέ το έργο μου. Η αιτία; Η δημοτική γλώσσα.

 Από αυτό το έτος χρονολογούνται και τα όσα διέδιδε για μένα η Μαρίκα Κοτοπούλη. Το πένθος για τον Ίωνα είχε τελειώσει πλέον για την ηθοποιό, η οποία είχε παντρευτεί τον ηθοποιό Γεώργιο Χέλμη, εραστή της από παλαιότερα. Βρήκε την ευκαιρία να ενημερώσει αναλυτικά τον ανιψιό της, Δημήτρη Μυράτ, για το ειδύλλιό μας με τον Ίωνα. Τα όσα διέσωσε ο Μυράτ ήταν γεμάτα ανακρίβειες, υπερβολές και ασύστολα ψεύδη, αφού με παρουσίαζε να βρίσκομαι στο Θέατρο Αλάμπρα της Αλεξάνδρειας τον Νοέμβριο του 1925 για να συναντηθώ με την Μαρίκα Κοτοπούλη. Και στις υπόλοιπες πληροφορίες του Μυράτ ήταν φανερή η επίδραση του φθηνού κουτσομπολιού. Τα γεγονότα, οι σκέψεις και τα συναισθήματα είχαν παραποιηθεί δραματικά.

Η Κυρία με τα μαύρα, Μίτση Πικραμένου,

Τρελαντώνης

Τρελαντώνης

Το δεύτερο από άποψη αναγνωσιμότητας έργο μου. Το αφιέρωσα στις εγγονές μου, τη Λένα και την Αργίνη Ζάννα συνεχίζοντας τις αφιερώσεις στην οικογένειά μου. Επρόκειτο για κάτι πολύ διαφορετικό απ' όσα είχα γράψει εως τότε. Ένα καθαρά παιδικό βιβλίο, που ξεχειλίζει από καμώματα, από αγάπη και αισιοδοξία.

Οι φίλοι μου αντέδρασαν αμέσως, οι επιστολές τους ήταν γεμάτες από τις μαρτυρίες τους για την έκπληξη που είχαν νιώσει από ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό και διασκεδαστικό. Τα περισσότερα περιστατικά που καταγράφονταν είχαν συμβεί το 1881. Κάποια από αυτά είχαν διαδραματιστεί στις αμέσως επόμενες χρονιές.

 

Η διαφορετικότητα του βιβλίου μου ήταν γεγονός και συζητήθηκε ευρέως. Μτά μάλιστα τη βιβλιοκρισία του Σπύρου Μελά ως Φορτούνιο, το έργο το αγόρασε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος ενθουσιάστηκε ειλικρινά. Από εκεί και πέρα όποτε ένιωθε κουρασμένος ή αγχωμένος και δεν μπορούσε να κοιμηθεί κατέφευγε στο βιβλίο μου.

 

Περιέγραφα τα αδέλφια μου και ιδιαίτερα τον Αντώνη, εμένα την Πολουδιά, τα ξαδέλφια μου, που ήταν τόσο διαφορετικά από εμάς. Εκείνος ο ξάδελφος Γιάννης έμοιαζε αρκετά στον Ίωνα. Μπόρεσα και πρόσθεσα στον χαρακτήρα του κάποια από τα χαρακτηριστικά που εκτιμούσα στον αγαπημένο μου, την τόλμη, την προστασία προς τους αδύναμους, το ότι μου άρεσε ως εμφάνιση.

Ο Τρελαντώνης, δεν είχε γραφεί τυχαία, όπως και κανένα μου έργο εξάλλου. Όλα εντάσσονταν σε κάποιο σχέδιο που είχα στο μυαλό μου. Ως ένα άκρως διασκεδαστικό έργο ήταν απολύτως σύμφωνο με όσα ζητούσα να γράψουν οι Έλληνες συγγραφείς για να διαβάζουν τα ελληνόπουλα τις ώρες της σχόλης τους, να διασκεδάζουν και να ωφελούνται. Ήταν το δικό μου Αναγνωσματάριο και ήταν αφιερωμένο στα παιδιά που έκτοτε το τίμησαν και με το παραπάνω.

Η Κυρία με τα μαύρα, Μίτση Πικραμένου,

Μάγκας

Μάγκας

Το 1935 κυκλοφόρησε ο Μάγκας. Ένα σημαντικό βιβλίο μου, που είχε αρχίσει να γράφεται το 1915. Η αρχή του είχε δημοσιευθεί το 1916. Ένα μεγάλο τμήμα του ήταν αφιερωμένο στον Παύλο Μελά. Είχε ήδη κυκλοφορήσει το έργο της Ναταλίας Μελά, όπου συγκεντρώνονταν όλες οι πληροφορίες για τον νεκρό ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα. Η γέφυρα για το επόμενο βιβλίο μου που θα έφερνε τον τίτλο " Στα μυστικά του Βάλτου" ήταν έτοιμη.

Ο τίτλος του έργου προερχόταν από το όνομα ενός φοξ-τεριέ που με συνέδεε με τον Ίωνα. Μάγκας ονομαζόταν το σκάνταλο σκυλάκι που είχαν στο πατρικό του στην οδό Αμαλίας. Το αγαπημένο ζωάκι της οικογένειας Δραγούμη είχε πεθάνει το 1897, όταν ο Ίων έλειπε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Αλλά και ο ήρωάς μου έδωσε το όνομά του σε ένα τουλάχιστον τετράποδο. Ο αδελφός μου ο Αντώνης απόκτησε σκύλο που αποκαλούσε Μάγκα.

Ήταν ένα σημαντικό έργο μου, συνδύαζε την περιγραφή της καθημερινής ζωής μιας πολυμελούς οικογένειας με την εισααγωγή του αναγνώστη στην πρόσφατη ελληνική ιστορία. Ένα ευχάριστο και διδακτικό βιβλίο. Δεν θυμάμαι τι με είχε οδηγήσει να το γράψω, αφού δεν αναφέρομαι πουθενά στα σχετικά περιστατικά.

Ήταν δεδομένο ότι στο μυθιστόρημα αυτό περιέγραφα οικείο χώρο, το σπίτι μας στο Καρτιέ Γκρεκ. Κατέληξα να δώσω στον Μάγκα την εικόνα των παιδικών μου χρόνων και της οικογένειάς μου, όχι όπως ήταν στην πραγματικότητα, αλλά όπως θα ήθελα εγώ να είναι. Οι ομοιότητες με τα οικεία μου πρόσωπα ήταν πολλές. Η Μαρία Βασιωτάκη, η μητέρα, είχε την εμφάνιση της Βιργινίας Μπενάκη και τη νοικοκυροσύνη της και οι δυο κατάγονταν από τη Χίο. Στον χαρακτήρα έμοιαζε πολύ με την Αργίνη Καλαμποκίδου, τη θεία μου, που έδειχνε στα παιδιά της στοργή, τρυφερότητα, κατανόηση και ήταν πάντοτε χαρούμενη. Ήταν πράγματι η μητέρα που θα ήθελα να έχω και δεν μπορούσα να αντισταθώ στον πειρασμό να την περιγράψω.

 

Ο Μήτσος ήταν ο μεγάλος γιος της οικογένειας, όμορφο παλικάρι, με επιτυχίες στον γυναικείο πληθυσμό και ομοιότητες με τον Ίωνα. Ο Λουκάς ήταν ο καλός φίλος του Μάγκα και τον δημιούργησα με πρότυπο τον αδελφό μου τον Αντώνη. Το όνομά του ήταν προς τιμήν του θείου μου του Λουκά, που ο ξαφνικός θάνατός του μου είχε κοστίσει.

 

Εδώ ο σκάνταλος Αντώνης είχε μεγαλώσει, ήταν υπεύθυνο παιδί, δεν έλεγε ψέματα και δεχόταν την τιμωρία όταν αυτή ήταν επιβεβλημένη. Τα τρία κορίτσια που περιγράφονταν αποτελούσαν δικές μου όψεις στα παιδικά μου χρόνια. Η Εύη φρόντζε τα μικρότερα αδέλφια της όπως ήμουνα υποχρεωμένη να κάνω εγώ το 1889 με την Αργίνη. Οι δίδυμες ήταν φυσιολογικά κοριτσάκια, που έπαιζαν, γελούσαν ζούσαν σε μια τρυφερή οικογενειακή ατμόσφαιρα, την οποία εγώ ποτέ δε γνώρισα, παρόλο που το λαχταρούσα. Ο Σωτήρης ήταν ο υπηρέτης της οικογένειας στην Κηφισιά και αυτό το όνομα έφερε ένας υπηρέτης του πατέρα. Τα παιδιά της οικογένειας Βασιωτάκη ήταν αγαπημένα μεταξύ τους και ήταν ενωμένα σαν γροθιά απέναντι σε όσους δεν χώνευαν. Οι συναναστροφές των Βασιωτάκη με άλλες οικογένειες ήταν ανύπαρκτες. Έβλεπαν μόνον τους Αμπρουζή, την οικογένεια του ξάδελφου Βρασίδα που ήταν χοντρούλης και λαίμαργος.

Ο Μάγκας αποτελούσε την κατάλληλη ευκαιρία για να μπορέσω να διδάξω τα ελληνόπουλα κάποια πράγματα που ή ίδια θεωρούσα σημαντικά και ήταν θέματα της καθημερινής ζωής. Τον βασικό ρόλο του αφηγητή έπαιζε η γιαγιά Βασιωτάκη, πλασμένη με χαρκτηριστικά που θα ήθελα να έχω. Μια γιαγιά νέα ακόμη, παρά τα λευκά μαλλιά της που θύμιζαν την Ναταλία Μελά, γεμάτη κατανόηση για την οικογένειά της και με αγάπη για τα εγγόνια της. Αντί να τους αφηγείται τα συνηθισμένα παραμύθια, τους μιλούσε για πραγματικά περιστατικά από την ελληνική ιστορία. Το πρόσωπο του κηπουρού Βασίλη, του συνδετικού κρίκου ανάμεσα στον Μάγκα και στο επόμενο βιβλίο μου, αφηγήθηκε την ιστορία του Παύλου Μελά. Ο Μάγκας ανήκε στην ίδια κατηγορία με τον Τρελαντώνη. Ήταν δύο βιβλία που έγραψα για να ψυχαγωγούνται και να διδάσκονται τα παιδιά.

Η Κυρία με τα μαύρα, Μίτση Πικραμένου,

Στα μυστικά του Βάλτου

Στα μυστικά του Βάλτου

Το τελευταίο έργο που ολοκλήρωσα και φρόντισα να τυπωθεί, το 1937, είναι και το πιο πολυδιαβασμένο ακριβώς επειδή περιέγραφε τις πιο προσφατες περιπέτειες του ελληνισμού που ήταν άγνωστες.

Φροντισμένη έκδοση σε δύο τόμους, με εικονογράφηση του Δ.Α. Μπισκίνη και με δύο χάρτες εκτός κειμένου, σε επιμέλεια της Στεφανίας Φορκού, τυυπώθηκε στο τυπογραφείο της Εστίας.

" Στη μνήμη του ιδανικού ήρωα Τέλου Αγαπηνού, Καπετάν Άγρα ήταν αφιερωμένο, κάτι αντίθετο με τις συνήθειές μου, έως τότε αφιέρωνα τα έργα μου σ' εκείνους που με βοηθούσαν στην έκδοση ή στα μέλη της οικογένειάς μου. Η αφιέρωση μπορούσε να εκληφθεί ως ένδειξη τιμής προς εκείνους που έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας τους Βούλγαρους.Κι ανάμεσά τους συμπεριλαμβανόταν ασφαλώς και ο Ίων, που πρόσφερε πολλά στον ίδιο αγώνα από τη θέση του προξενικού υπαλλήλου.

Ο μύθος στο έργο ήταν απλός και εξαφανιζόταν, γιατί προείχε η καταγραφή της πραγματικότητας. Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα γεγονότα βασίζονταν στις πηγές που είχα συγκεντρώσει. Το χρονικό στηριζόταν σε πρωτότυπο υλικό και εξελισσόταν με τα ίδια τα συστατικά που είχα μάθει καλά γράφοντας τα ιστορικά μυθιστορήματά μου. Η ατμόσφαιρα της μυστικότητας, η έννοια της κατασκοπείας και των μεταμφιέσεων, η εμφάνιση των πρωταγωνιστών, ανδρών και γυναικών, η αγάπη και τέλος, το ερωτικό στοιχείο, που δεν φαινόταν, αλλά υπέβοσκε και τη φορά αυτή θριάμβευσε.

 

Δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά τα πράγματα, γιατί το είχα αποφασίσει. Το " Στα μυστικά του Βάλτου" θα ήταν το τελευταίο μεγάλο έργο μου, το τελευταίο που χρωστούσα στον Ίωνα. Όφειλα να αναδείξω το δικό του έργο, τους δικούς του στόχους, την αγάπη του για την πατρίδα μας. Γράφοντας, πάντοτε ονειροφανταζόμουνα, πάντοτε ζούσα τη μυστική μου ζωή. Έτσι και αυτή τη φορά.

Άνδρας ήρωάς μου ήταν ο Μήτσος, που δεν ήταν πρωταγωνιστής στα γεγονότα, ούτε στις αποφάσεις. Υπήρχαν πολλοί γνωστοί ήρωες, πραγματικά πρόσωπα που είχαν διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στα γεγονότα. Ο Μήτσος Βασιωτάκης, που τον γνωρίσαμε στον Μάγκα, έφθασε στον χώρο του Βάλτου, φρεσκοξυρισμένος, ολοκάθαρος. Ήταν ο Ίων, ο Μήτσος. Κι εγώ ήμουνα η Ηλέκτρα, η ευσυνείδητη δασκάλα που αποδείχθηκε σε ηρωίδα του Μακεδονικού Αγώνα. Λίγο πριν από το τέλος του πολυσέλιδου βιβλίου έγινε η ερωτική εξομολόγηση που δεν ήταν απλή ούτε επιπόλαιη. Ο Μήτσος είχε γνωρίσει αρκετά την Ηλέκτρα, την είχε εκτιμήσει τόσο στο έργο της ως δασκάλα, όσο και στον αγώνα, στην Λίμνη. Την είχε θαυμάσει, την είχε καμαρώσει και τελικά την είχε αγαπήσει. Είχαν ήδη ανταλλάξει βέρες. Ο Μήτσος "που δεν μπορούσε να φανταστεί ζωή χωρίς την κυρία Ηλέκτρα". Κι εκείνη που είχε ήδη στείλει την παραίτησή της στην υπηρεσία, " για να είναι πιο ελεύθερη να νοσηλεύσει τον πληγωμένο αντάρτη του Βάλτου".

Αυτό ήταν το τελευταίο βιβλίο μου. Η διάσωση των απόψεων μιας μερίδας Ελλήνων που συμμετείχαν στον Μακεδονικό Αγώνα ή συνδέθηκαν στενά μαζί του. Είτε ήταν αγνοί πατριώτες, είτε ήταν τυχοδιώκτες. Είτε υπερασπίζονταν τα πάτρια εδάφη, είτε είχαν έρθει από μακριά ως ιδεολόγοι ή μαχαιροβγάλτες πλιατσικολόγοι. Για τα γεγονότα που περιγράφονταν και για τη συνολική εικόνα του Μακεδονικού Αγώνα εμφανίστηκαν και άλλες απόψεις. Χωρίς να μπορώ να υποστηρίξω κάποια πλευρά, τη μία ή την άλλη άποψη, θα έλεγα ότι πρέπει να αφήσουμε και εδώ ένα ερωτηματικό να πλανάται. Το " Στα μυστικά του Βάλτου"ήταν ένα λογοτεχνικό έργο που περιέγραφε γεγονότα. Και είναι βέβαιο ότι ήταν πολλοί οι πατριώτες που συμμετείχαν σε αυτόν και πρόσφεραν τις μαρτυρίες του έστω κι αν κάποιοι έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους σε μεγάλη χλιδή, όπως ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, για τον οποίο είχαν διατυπωθεί ενστάσεις. Ολοκλήρωσα μ' αυτό το έργο το καθήκον μου στο ακέραιο.

Η Κυρία με τα μαύρα, Μίτση Πικραμένου,

Παραμύθια και άλλα

Παραμύθια και άλλα

Τον Νοέμβριο του 1915, από την Αλεξάνδρεια αποφάσισα να δραστηριοποιηθώ και να συνεχίσω την εκδοτική μου δραστηριότητα. Προετοίμασα την έκδοση του " Παραμύθια και άλλα". Την επιμέλεια του τόμου ανέλαβε ο Τριανταφυλλίδης, η αλληλογραφία μας σχετικά με την οργάνωση και την εκτύπωση του τόμου ήταν σημαντική.

Η συλλογή διηγημάτων μου, κυκλοφόρησε στην Αθήνα με εικονογράφηση της Σοφίας Λασκαρίδου και της κόρης μου Σοφίας Δέλτα. Η εικόνα της Λασκαρίδου ήταν μία από τις τρεις που είχε φιλοτεχνήσει το 1909. Ο τόμος περιελάμβανε : " Ο φόρος της δόξας", " Πρωτοχρονιάτικο παραμύθι", " Σαν παραμυθάκι", "Εκεί π' ανθίζουν οι δάφνες", " Τρεις βασιλοπούλες", " Το όνειρο του Τουρκομερίτη", " Τα τρία κεράκια" και " Η καρδιά της Βασιλοπούλας".

Στις 5 Μαρτίου του 1913 δολοφονήθηκε ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄στην Θεσσαλονίκη. Το γεγονός μας στενοχώρησε, στείλαμε συλλυπητήρια τηλεγραφήματα στη βασίλισσα Όλγα και στον διάδοχο Κωνσταντίνο. Ο Νουμάς δημοσίευσε ένα κύριο άρθρο για το γεγονός αυτό που θεώρησα τουλάχιστον προσβλητικό, εκνευρίστηκα και όντας πάντοτε ευθύς άνθρωπος, διαχώρισα απολύτως τη θέση μου απο εκείνη του περιοδικού και δήλωσα ότι σταματούσα να το υποστηρίζω οικονομικά. Η αντίδρασή μου και ενδεχομένως και άλλων αναγνωστών του περιοδικού, οδήγησε τον Ταγκόπουλο να απολογηθεί αμέσως δημοσιεύοντας μια επεξήγηση όσων είχε γράψει. Από την ανάγνωση του άρθρου και της δήλωσης ήταν φανερό ότι δεν θύμωσα τόσο με το κείμενο για τη δολοφονία του βασιλιά, όσο με τις αναφορές του Ταγκόπουλου στον σοσιαλισμό και στον αναρχισμό. Από την πλευρά μου οι διπλωματικές γέφυρες είχαν κοπεί, δεν ενδιαφέρθηκα πλέον για το περιοδικό Νουμάς.

... αυτό που χρειαζόμασταν ήταν μια εφημερίδα καθώς πρέπει, που δεν θα είχε το τραμπούκικο , όπως το έβλεπα, ύφος του περιοδικού Νουμάς και που δεν θα εμφορείτο από τις επικίνδυνες δήθεν σοσιαλιστικές θεωρίες, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά " μια πίκρα του πεινασμένου εναντίον του χορτάτου, όχι για να διορθώσει και να εκπολιτίσει τίποτα, αλλά για να αρπάξει εκείνο που δεν έχει αφαιρώντας το από άλλον, δηλαδή καλλιέργεια μιας πρόστυχης τάσης απέναντι μιας άλλης πρόστυχης τάσης". Και όπως διαπίστωνα, η δημοτική γλώσσα "στο μυαλό πολλών έχει καταντήσει συνώνυμη με προστυχιά".

Τον Απρίλιο του 1913 δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Εστία ένα διήγημά μου με τίτλο " Ο φόρος της δόξας" , γραμμένο λίγες ημέρες νωρίτερα.

Ο ΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ

Η δημοσίευση αυτή οφειλόταν στον νομικό και δημοσιογράφο Νίκο Σπανδωνή, από τους βασικούς συνεργάτες της εφημερίδας " Εστία". Μου είχε ζητήσει επιτακτικά να γράψω κάποιο διήγημα. Την επόμενη ημέρα άλλωστε στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύθηκε η συνέντευξη μου. Το διήγημα ήταν ένα από εκείνα που έγραψα την περίοδο αυτή επηρεασμένη από το πολεμικό κλίμα.

Κατά τη διάρκειά του 1914 δημοσιεύθηκαν και νέα διηγήματά μου. Το " Εκεί που ανθίζουν οι δάφνες" και το " Ο οβολός του Επικτήτου".

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΘΙΖΟΥΝ ΟΙ ΔΑΦΝΕΣ

Σ' αυτό το διήγημα παρουσιαζόταν ο προβληματισμός μου για τον πατριωτισμό των Ελλήνων που ζούσαν στο εξωτερικό. Στην οικογένειά μου είχα ανθρώπους που κατατάχθηκαν εθελοντές όταν τους χρειάστηκε η πατρίδα. Ο άντρας μου είχε ήδη στρατευθεί στον πόλεμο του ' 97, στον ίδιο πόλεμο είχε συμμετάσχει και ο αδελφός μου ο Αντώνης. Στους πολέμους του 1912-13 και οι δύο αδελφοί μου πολέμησαν, παρόλο που ζούσαν στην Αλεξάνδρεια. Είχα επομένως δικαίωμα να αμφισβητώ την ανδρεία και τον πατριωτισμό κάποιων από τους συμπατριώτες μου, η οικογένειά μου σίγουρα δε συγκαταλεγόταν ανάμεσά τους.

Ο ΟΒΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ

Πρόκειται για ένα από τα πρώτα διηγήματα που είχα γράψει από τον χειμώνα έως το καλοκαίρι του 1909, ίσως και πιο νωρίς. Το διήγημα αυτό δε δημοσιεύθηκε ξανά, δεν το θεώρησα αρκετά αξιόλογο ώστε να το συμπεριλάβω στις συλλογές διηγημάτων μου. Επειδή είχε ως θέμα την αξιοπρέπεια, ένα στοιχείο σημαντικό για τη διαμόρφωση μιας προσωπικότητας βρήκε τη θέση του στο περιοδικό των προσκόπων. Πρότυπά μου όταν το έγραφα ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός μου και ο πατέρας με τις νουθεσίες του, που περνούσαν από γενιά σε γενιά.

Το 1915 συνέχιζα να βρίσκομαι στην Αλεξάνδρεια. Τον Ιανουάριο δημοσιεύθηκε ένα ακόμα άρθρο μου με τίτλο " Χριστουγεννιάτικες κουβέντες", άγνωστο εως τώρα.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ

Επρόκειτο για άρθρο επικαιρότητας, που έγραψα με αφορμή τις ευχές που είχε διατυπώσει ο ιδρυτής του προσκοπισμού, Ρ.Μ.Πάουελ, για τα καλά Χριστούγεννα στους προσκόπους. Τις ευχές αυτές προωθούσα επειδή, όπως πίστευα οφείλαμε ως Έλληνες να αναγνωρίζουμε και τα καλά και τη δύναμη των εχθρών μας. Κι αυτοί από τη μια μεριά ήταν αιμοβόροι, άγριοι, σκληροί, άδικοι, τύραννοι για τους εχθρούς τους, κι από την άλλη ήταν παλικαράδες και πατριώτες για την πατρίδα τους. Προχωρημένο άρθρο για την εποχή του... Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να περνάς τις απόψεις σου μέσα σε ένα λογοτεχνικό έργο και στο να τις διατυπώνεις ξεκάθαρα σε άρθρο. Εγώ ζούσα πάντοτε στην εποχή μου, δεν τρεφόμουνα με αυταπάτες, ούτε ζούσα στο παρελθόν. Εκεί επέστρεφα μόνον τις ώρες της μυστικής μου ζωής.

Ένα ακόμα άγνωστο διήγημά μου δημοσιεύθηκε στο περιοδικό, " Έσο έτοιμος", τον Φεβρουάριο του 1915 με τίτλο " Το τίμιο παλικαράκι".

ΤΟ ΤΙΜΙΟ ΠΑΛΙΚΑΡΑΚΙ

Το έγραψα για να δώσω σε αναγνώστες παιδικής ηλικίας ένα μάθημα σχετικά με την αξία της ειλικρίνειας. Ήταν συνδεδεμένο με τα παιδικά μου χρόνια και με τον χαρακτήρα του αδελφού μου. Ο πατέρας των παιδιών που περιγράφονταν στο διήγημα έμοιαζε στον Μανώλη Μπενάκη, αυστηρός και οξύθυμος, αλλά δίκαιος. Ο Μάρκος ο νεαρός ήρωας, είχε πολλές ομοιότητες ως προς τον χαρακτήρα με τον Αντώνη Μπενάκη και διέθετε τις αρετές ενός προσκόπου.Η Κλειώ ήμουν εγώ με το βαπτιστικό μιας από τις πλέον αγαπημένες μου ξαδέλφες, της Κλειώς Καλαμποκίδη, που τη θαύμαζα κιόλας γιατί ήταν μεγαλύτερή μου. Ο χαρακτήρας της όμως ήταν ο δικός μου όταν ήμουν παιδί.

Στο τεύχος του Απριλίου του Έσο Έτοιμος δημοσιεύτηκε ένα ακόμα κείμενό μου με τίτλο " Κατσαντώνης".

ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ

Μια ιστορική αφήγηση γραμμένη ειδικά για το περιοδικό των προσκόπων και σχετική με ένα ιστορικό πρόσωπο με ανδραγαθήματα αποδεκτά απ΄' όλους. Για να το γράψω στηρίχθηκα αποκλειστικά στα δημοτικά τραγούδια.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΟΜΕΡΙΤΗ

Μετά τη δημοσίευσή του, τον Ιούνιο του 1915, στο περιοδικό της Αλεξάνδρειας το διήγημα αυτό βρήκε την οριστική του θέση στη συλλογή διηγημάτων μου " Παραμύθια και άλλα", που εκδόθηκε τον ίδιο χρόνο. Από τη δεύτερη έκδοση της συλλογής, το 1924, το αφαίρεσα και το εξαφάνισα από τα δημοσιεύματά μου. Για ποιο λόγο το έκανα αυτό;

..... το έγραψα αμέσως μετά την επιστροφή μου από την Αθήνα, 20 Μαΐου 1914, οπότε ήμουνα πολύ επηρεασμένη από την συνάντησή μου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τη φιλική μας κουβέντα. Ο στόχος αυτού του διηγήματος ήταν τουλάχιστον διττός. Εμπλέκονταν αριστοτεχνικά οι προσωπικότητες του Παλαιολόγου και του σύγχρονού μου βασιλιά όταν ακόμη ήταν διάδοχος. Το διήγημά μου το είχα γράψει για να εξάρω ακριβώς  τις δύο τόσο διαφορετικές μα τόσο όμοιες εποχές, τους δύο τόσο απομακρυσμένους, αλλά τόσο κοντινούς τόπους.

 

Μετά τα Νοεμβριανά του 1916 ήμουνα σαφέστατα και εξαιρετικά δυσαρεστημένη με τη στάση του βασιλιά απέναντι στον πατέρα και σε εμένα. Από την εποχή αυτή και πέρα τάχθηκα με όλες μου τις δυνάμεις στο πλευρό του Βενιζέλου. Και οπωσδήποτε το διήγημα όπου υμνείτο ο διάδοχος ή ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν είχε πλέον θέση σε μια συλλογή διηγημάτων μου. Πάντοτε ήμουν απόλυτη και ξεκάθαρη.

ΠΑΡΓΑ

Δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1915 με επίτιτλο " Ιστορικές ομιλίες". Το δεύτερο ιστορικό αφήγημά μου, αναφερόνταν στις περιπέτειες που είχε υποστεί η όμορφη πόλη της Ηπείρου. Γράφηκε στην Κηφισιά στις 19 Ιουλίου 1913, όπως αναφέρεται στην βιβλιογραφία μου. Δήλωνα τις πηγές μου: τα δημοτικά τραγούδια και ένα βιβλίο ιστορικού περιεχομένου με τίτλο " Η Πάργα, μονογραφίας της από της κτίσεως μέχρι της παρά των Άγγλων πωλήσεώς της εις τους Τούρκους".

 

Ο συγγραφέας τον οποίο δεν γνώριζα τότε, ήταν ο Παναγιώτης Σαλαπάντας και για όσα έγραφε παρέθετε και εγγυήσεις ανάμεσα στα γεγονότα που διηγείτο, και για να υποστηρίξει τα λεγόμενά του, αναδημοσίευε έγγραφα της εποχής, όπως επιστολές που ανταλλάχθηκαν ανάμεσα στους κατοίκους της Πάργας και τους αρχηγούς των εχθρικών δυνάμεων.

Εκείνο το καλοκαίρι πραγματοποιήσαμε δύο τουλάχιστον διαφορετικές εκδρομές. Η πρώτη λίγο πριν τις 20 Ιουνίου του 1915, ημερομηνία συγγραφής του άρθρου μου για την περίσταση. Είχαμε πάει να δούμε την ανατολή του ήλιου από την κορυφή της Πάρνηθας. Το κατορθώσαμε και χαρήκαμε τη φύση και την περιοχή. Με τίτλο Στα έλατα του Πάρνηθα δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό Έσο Έτοιμος. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις μου στο ίδιο περιοδικό, όπως και η προετοιμασία διηγημάτων μου, που θα εντάσσονταν σε μια ακόμη συλλογή μου.

ΣΤΑ ΕΛΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΝΗΘΑ

Ήταν ένα κλασικό δείγμα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, όπως την έβλεπα εγώ. Με συχνές εναλλαγές στο ύφος, με αναφορές στο παρελθόν, με περιγραφές τοπίων και ανθρώπων, το κείμενό μου δεν κούραζε τον αναγνώστη. Αντίθετα τον ωφελούσε, παρέχοντάς του πολλές, ποικίλες και ενδιαφέρουσες, πληροφορίες για τον χώρο, την εποχή, το τοπίο, του κατοίκους.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΜΑΣ

Παρουσίασα και δύο σειρές με ιστορικά ανέκδοτα. Σε κάθε συνεργασία περιλαμβάνονταν από πέντε ανέκδοτα. Ήταν σαφές ότι τα είχα ακούσει. Τα περισσότερα αναφέρονταν στον χαρακτήρα του διαδόχου ακόμη Κωνσταντίνου. Από την ανάγνωσή τους και μόνον φαινόταν ότι τον εκτιμούσα πολύ εκείνη την εποχή.

ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ

Ένα πολύ μικρό διήγημα, που δεν θυμάμαι πότε ακριβώς το έγραψα, πάντως το έστειλα στον Μανόλη Τριανταφυλλίδη στις 6 Νοεμβρίου του 1915. Επρόκειτο για μια καθαρά αυτοβιογραφική εικόνα μου, που έγραψα σε λίγη μόνον ώρα. Βασιλοπούλα ήμουν εγώ. Αντάρα ήταν η αγάπη που ένιωθα για τον Ίωνα. Βασιλιάδες ήταν οι άντρες της οικογένειάς μου, ο άντρας μου, ο πατέρας, τα δυο μου αδέλφια. Βασιλόπουλα ήταν οι τρεις κόρες μου.

 

Και το ατσάλι που φύσηξε μέσα μου το πνεύμα ήταν η δυνατότητά μου να συγγράφω, κάτι που δεν γνώριζα ότι διέθετα και μου πρόσφερε το κουράγιο να προχωρώ ολόισια, αλύγιστη και δυνατή. Η καρδιά μου ήταν παγωμένη όπως ακριβώς το εξέφραζα. Μαυροφορεμένη εξωτερικά, παγωμένη εσωτερικά. Το μόνο που με ενδιέφερε πλέον, έως το τέλος της ζωής μου που η ίδια θέλησα, ήταν οι άλλοι άνθρωποι. Ποτέ εγώ η ίδια. Είχα ξαναβρεί τις αλήθειες που μου είχε περάσει ο γιατρός Φρίντμαν το 1904. Είχα σταματήσει να ζω για τον εαυτό μου, ζούσα για τους άλλους, για την ευτυχία των άλλων, μόνον για τους άλλους, και άφηνα τον εαυτό μου στο περιθώριο.

ΤΡΕΙΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΕΣ

Κι αυτό το παραμύθι ήταν αλληγορικό κείμενο, στο οποίο δικαιολογούσα τη στάση ζωής που κράτησα. Η συγγραφή του στόχευε στο να δικαιολογήσει την έννοια της λέξης καθήκον, στα μάτια τα δικά μου πρώτα απ΄' όλα. Διαβάζοντας το , έχει κάποιος την αίσθηση ότι επιθυμούσα να ξορκίσω το κακό. Επιθυμούσα να μην σκέφτομαι ότι η ίδια επέλεξα το καθήκον και συνέβαλα αποφαστιστικά στο να αφανίσω τον αγαπημένο μου. Γιατί, μη γελιόμαστε, η απόφασή μου να παρατήσω τον Ίωνα διαμόρφωσε ουσιαστικά την περαιτέρω πορεία του.

Οι ήρωες του παραμυθιού ήταν η Λυγερή και ο Ερημόκαρδος. Εκείνη ήταν η μεσαία από τις τρεις κόρες του βασιλιά, η λιγότερο προικισμένη απ' όλες, όπως πίστευε. Και ήμουνα ασφαλώς εγώ, η μεσαία από τις τρεις κόρες του Μανώλη και της Βιργινίας Μπενάκη. Από το παράστημά μου ήμουνα λυγερή, κι αυτό ακριβώς εντυπωσίαζε τους άντρες που με γνώριζαν, αυτό ήταν που με είχε κάνει ξεχωριστή και στα μάτια του έφηβου Ίωνα Δραγούμη.

 

Ο Ερημόκαρδος ήταν ο Ίων Δραγούμης. Όταν γνωριστήκαμε, ήταν αγέλαστος και αμίλητος, κατάμαυρα ντυμένος, ντροπαλός και συνεσταλμένος. Δεν ήταν ευχάριστος στη συντροφιά, ήταν λιγομίλητος και πολύ σοβαρός. Δεν πρόσεχε ιδιαίτερα τα ρούχα του και έμοιαζε πολύ στον Μοναχικό καβαλάρη του Ντίρερ, ένα έργο που περνούσε τακτικά και στις σελίδες των αυτοβιογραφικών κειμένων μου.

Έκανα παραμύθι το προσωπικό μου δράμα, εκτονώθηκα με την πένα μου. Κι αυτό που δεν μπορούσα να διαλαλήσω για τον εαυτό μου το έκανα μέσω της Λυγερής, μιας ερωτευμένης γυναίκας που απαρνήθηκε τον άντρα που αγαπούσε εξαιτίας του καθήκοντος.Το παραμύθι είχε πολλές ομοιότητες με την πραγματικότητα. Τρεις ήταν οι φορές που ο Ίων ήρθε να με συναντήσει στην κεντρική Ευρώπη, αφού είχα ζητήσει το διαζύγιο. Το γεγονός ότι πήρα την απόφαση να χωρίσω οριστικά από τη μεγάλη μου αγάπη είχε επιπτώσεις για τον Ίωνα. Ακριβώς όπως και ο Ερημόκαρδος, ο Ίων, χάνοντας την αγάπη του, έχανε και τον σκοπό της ζωής του.

ΤΑ ΤΡΙΑ ΚΕΡΑΚΙΑ

Το έγραψα μέσα σε πολεμική ατμόσφαιρα και εξήρα τον πατριωτισμό των Ελλήνων, που έφθαναν στο σημείο να θυσιάζουν τα πάντα για χάρη της πατρίδας τους.

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Επρόκειτο για το τελευταίο αφήγημα με ιστορικό περιεχόμενο που έγραψα την εποχή αυτή. Ήταν το μοναδικό διήγημα για το οποίο άντλησα από την Επανάσταση του 1821. Αναφερόταν στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου από τους Τούρκους το 1822. Στη δεύτερη πολιορκία της ηρωικής πόλης αναφέρθηκα αργότερα σε ένα κεφάλαιο του μυθιστορήματος " Μάγκας".

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑΣ

Ήταν ένα μεγάλο παραμύθι που δημοσιεύτηκε μαζί με την πρώτη μου νουβέλα, επειδή ήταν μικρή και δεν μπορούσε να καλύψει μόνη της έναν τόμο.

Είχε γραφεί κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 1909 και βρισκόταν στο τετράδιο που είχα στείλει στον Κωστή Παλαμά. Η εικονογράφησή του, τρεις ολοσέλιδες ζωγραφιές, είχε γίνει από την Σοφία Λασκαρίδου, μια ζωγράφο νέα ακόμη, που έγινε πολύ γνωστή αργότερα.

Η Βασιλοπούλα που γεννήθηκε χωρίς καρδιά και ήταν αντιπαθής σε όλους, γιατί ήταν πολύ κακιά, που έφθασε να εξωθήσει το Βασιλόπουλο-αρραβωνιαστικό της σε απόπειρα αυτοκτονίας, που αποφάσισε να βρει την καρδιά της. Το κατόρθωσε μετά από πολλές ταλαιπωρίες. Και από εκεί και πέρα η Βασιλοπούλα άλλαξε, έγινε ανθρώπινη, συμπονετική.

Η Βασιλοπούλα ήμουνα ασφαλώς εγώ και περιέγραφα διάφορες καταστάσεις της παλαιότερης ζωής μου. Κι εκεί που προηγουμένως ήμουνα είρων, επιφυλακτική, πολύ κακιά, θα μεταμορφωνόμουνα σε φυσιολογικό άνθρωπο, άξιο να με σέβονται και να με αγαπούν. Όταν βρήκα πια την καρδιά μου, έκανα ευτυχισμένο το Βασιλόπουλο, τον Ίωνα.

 

Με το ίδιο σκεπτικό, του ότι η ίδια ήμουνα η Βασιλοπούλα, έγραψα κι αυτό το παραμύθι. Το στοιχείο που αισθανόμουνα ότι με διαφοροποιούσε ήταν η ευγένειά μου, οι πολλαπλές μου δυνατότητες, η κρίση μου. Την ιδιαιτερότητητά μου την είχα συνειδητοποιήσει πολύ νωρίς. Το βασικό σημείο στο παραμύθι αυτό δεν ήταν η αγάπη μου προς τον Ίωνα- εμφανιζόταν κι αυτή, υποτονικά όμως-,το σημαντικό ήταν η μελέτη της εξέλιξης που εγώ είχα υποστεί υπό την επίδραση της αγάπης αυτής.

Η Κυρία με τα μαύρα, Μίτση Πικραμένου,

Ο φόρος της δόξας
Σαν παραμυθάκι
Τρεις βασιλοπούλες
Τα τρία κεράκια
Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα
Η καρδιά της Βασιλοπούλας

FOLLOW ME

  • Facebook Classic
  • Google+ Social Icon
  • c-youtube

© 2014   Έλλη Γρατσία  created with Wix.com

bottom of page