


Ἤθη καί Ἔθιμα στόν κύκλο τοῦ χρόνου καί τῶν χρόνων
Βρισκόμαστε σ’ ἕνα σταυροδρόμι· δεν ἤμασταν ποτέ ἀπομονωμένοι· μείναμε πάντα ἀνοιχτοί
σ’ ὅλα τά ῥεύματα − Ἀνατολή καί Δύση· καί τ’ ἀφομοιώναμε θαυμάσια τίς ὧρες πού λειτουργούσαμε σᾶν εὔρωστος ὀργανισμός. […]
Συνταραζόμαστε κί ἐμεῖς, δικαιολογημένα ἤ ἀδικαιολόγητα, ἀπό διαδοχικές κρίσεις, ἀποκαλυπτικές ἐφευρέσεις καί φόβους, πού δεν ἀφήνουν τόν ἀνθρώπινο νοῦ νά ἠρεμήσει − σᾶν τήν καλαμιά στόν κάμπο. Μπροστά σ’ αὑτά, τί μᾶς μένει γιά νά βαστάξουμε ἄν ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας; Δε μένω τυφλός στά ψεγάδια μας, ἀλλά ἔχω τήν ἰδιοτροπία νά πιστεύω στόν ἑαυτό μας.
Σᾶς παρακαλῶ νά μέ συγχωρήσετε πού μνημονεύω ἐδῶ προσωπικές ἐμπειρίες· δέν ἔχω ἄλλο πειραματόζωο ἀπό ἑμένα. Καί ἡ προσωπική μου ἐμπειρία μοῦ δείχνει πώς τό πρᾶγμα πού μέ βοήθησε, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο, δέν ἦταν οἱ ἀφῃρημένοι στοχασμοί ἑνός διανοουμένου, ἀλλά ἡ πίστη καί ἡ προσήλωσή μου σ’ ἕναν κόσμο ζωντανῶν καί περασμένων ἀνθρώπων· στά ἔργα τους, στίς φωνές τους, στό ρυθμό τους, στή δροσιά τους. Αὐτός ὁ κόσμος, ὅλος μαζί, μοῦ έδωσε τό συναίσθημα πώς δεν εἷμαι μία ἀδέσποτη μονάδα, ἕνα άχερο στ’ ἅλωνι. Μοῦ ἔδωσε τή δύναμη νά κρατηθῶ ἀνάμεσα στούς χαλασμούς πού ἦταν τῆς μοίρας μου νά ἴδῶ. Κί ἀκόμη, μ’ έκανε νά νιώσω, ὅταν ξαναεῖδα τό χῶμα πού μέ γέννησε, πώς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ρίζες, κί ὅταν τίς κόψουν πονεῖ, βιολογικά, ὅπως ὅταν τόν ἀκρωτηριάσουν.
[…]
Κί ὅλα τούτα θά μποροῦσα νά τά ὀνομάσω μέ τή λέξη παράδοση, πού τήν ἀκοῦμε κάποτε ψυχρά καί μᾱς φαίνεται ὑπόδικη. Ἀλήθεια, ὑπάρχουν ροπές ποὐ νομίζουν πὠς ἡ παράδοση μᾶς στρέφει σέ ἔργα παρωχημένα καί ἀνθρώπους παρῳχημένους· πὠς εἷναι πρᾶγμα τελειωμένο καί ἄχρηστο γιά τίς σημερινές μας ἀνάγκες· πώς δἐν μπορεῖ νά βοηθήσει σέ τίποτε τόν σημερινό τεχνοκρατικό ἄνθρωπο πού γνώρισε φριχτούς πολέμους καί φριχτότερα στρατόπεδα συγκεντρώσεως· αὑτόν τόν ἄνθρωπο πού ἀμφιταλαντεύεται ἀνάμεσα στήν καταστάση τοῦ θηρίου καί τήν κατάσταση τοῦ ἀνδροειδοῦς. Ἡ παράδοση εἷναι λοιπόν ἕνα περιττό βάρος πού πρέπει νά ἐξοβελιστεῖ.
Μοῦ φαίνεται πώς αὐτές οἱ ροπές ἐκπορεύονται ἀπό τή σύγχρονη ἀπελπισία για τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Εἷναι τά συμπτώματα ἑνός πανικοῦ, πού ἐν ὀνόματι τοῦ ἀνθρώπου τείνουν νά κατακερματίσουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως τί ἀπομένει ἄν βγάλουμε ἀπό τή μέση τόν ἄνθρωπο;
Γ. Σεφέρη, Δοκιμές, τ.2, εκδ. Ἴκαρος, Αθήνα 1974, σσ. 175-177
ΣΚΥΤΑΛΟΔΡΟΜΙΑ ΦΩΤΟΣ


Έλληνες του Πνεύματος και της Τέχνης: Γιώργος Σεφέρης

Γιώργος Μούτσιος - Μίκης Θεοδωράκης - Άρνηση - Γιώργος Σεφέρης - 1962

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: Τα Νόμπελ της ελληνικής ποίησης
