top of page

Τό λάθος... τῆς " Ἄρνησης"

  • Writer: Ἕλλη Γρατσία
    Ἕλλη Γρατσία
  • Sep 20, 2022
  • 5 min read
Τό ποίημα «Ἄρνηση» ἀγαπήθηκε, μελοποιήθηκε, τραγουδήθηκε καί πάρα πολύ συζητήθηκε. Καί τοῦτο γιατί μιά ἄνω τελεία μπῆκε ἐκεῖ πού δημιούργησε πρόβλημα. Καί μιά λέξη «λάθος» ἀκολούθησε. Ἄν π.χ. ἡ λέξη ἦταν πρίν ἀπό τήν ἄνω τελεία,πρόβλημα δεν θά ὑπῆρχε.Θά εἴχαμε πάρει ὅλοι τή ζωή μας λάθος, καί ὅλα θά ἦταν σωστά στή θέση τους. Ἔλα ὅμως πού ὁ ποιητής δεν θέλησε νά μᾶς κάνει τή χάρη καί νά χρεωθεῖ, γιά δική μας εὐκολία, τό «λάθος»!

Ἡ Μάρω Δοῦκα εἶχε ἐπισημάνει στό βιβλίο της Ἀρχαῖα Σκουριά, νομίζω, πώς στή μελοποίηση τοῦ Μίκη Θεοδωράκη χάθηκε ἡ ἄνω τελεία. Αὐτό σημαίνει πώς αὐτή ἡ ἄνω τελεία παίζει ρόλο. Ποιόν; Ἔ! Νά μᾶς βάλει νά ψάχνουμε. Ἐπιφανεῖς φιλόλογοι ἀποφάνθηκαν ὅτι ἔτσι κι' ἀλλιῶς δεν ἔχει σημασία. Γιά τόν Σεφέρη ὅμως πού σκέφτεται πολύ πρίν γράψει, ἔχει καί παρεέχει. Γιατί μπορεῖ, ἐν τέλει, τό ἀποτέλεσμα νά εἶναι τό ἴδιο, «κι' ἀλλάξαμε ζωή», ἀλλά τό ποιός ἔκανε τό «λάθος» δεν ἀπαντήθηκε, τοὐλάχιστον δεν ἀπαντήθηκε ἐπαρκῶς, γιά νά ξέρουμε σέ ποιόν θά τό χρεώσουμε.

Τό ποίημα εἶναι τό πέμπτο τῆς συλλογῆς Στροφή καί ἀνήκει στήν ἑνότητα «Κοχύλια, Σύννεφα», μέ μότο ἀπό τόν Ἐρωτόκριτο «Μά ὅλα γιά μένα σφάλασι καί πάσιν άνω-κάτω/ γιά μέ ξαναγεννήθηκε ἡ φύση τῶν πραμάτων». Γραμμένο στά 1929, μεταφέρει ὅλα ὅσα ὁ ποιητής αἰσθάνεται ὅτι ἀκυρώθηκαν ἤ ἡ ζωή τοῦ ἀρνήθηκε μέ το γνωστό ἐπιλογικό «κι' ἀλλάξαμε ζωή».

Τό ποίημα δομεῖται σέ τρεῖς στροφές καί σέ κάθε στροφή τό νόημα ἀνακόπτεται ἀπό μία ἄνω τελεία. Αὐτό πού ἀπομένει ἀρνεῖται ὅ,τι προηγήθηκε:

Στό περιγιάλι τό κρυφό κι' ἄσπρο σάν περιστέρι διψάσαμε τό μεσημέρι· μά τό νερό γλυφό.

Πάνω στήν ἄμμο τήν ξανθή γράψαμε τ’ ὄνομα της· ὡραῖα πού φύσηξεν ὁ μπάτης καί σβύστηκε ἡ γραφή.

Mἔ τί καρδιά, μέ τί πνοή, τί πόθους καί τί πάθος, πήραμε τή ζωή μας· λάθος! κι' ἀλλάξαμε ζωή.

1η στροφή: στό περιγιάλι, διψάσαμε > νερό γλυφό

2η στροφή: πάνω στήν ἄμμο γράψαμε > φύσηξε, σβήστηκε


3η στροφή: Μέ τί … πήραμε τή ζωή μας > λάθος∙ ἀλλάξαμε


Σέ κάθε στροφή λοιπόν ὑπάρχει κάτι πού ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς, ἀλλά ἀκυρώνεται ἀπό ἐξωγενεῖς παράγοντες. Ἐμεῖς «διψάσαμε», «ἐπιθυμήσαμε», «μά τό νερό γλυφό». Ἐμεῖς «γράψαμε», μά «σβήστηκε ἡ γραφή». Ἡ καταγραφή τῆς ἄρνησης στήν «δίψα» μας καί στήν «γραφή» μας γίνεται μετά τήν ἄνω τελεία. Νερό καί ἀέρας, στοιχεῖα θεμελιώδη γιά τήν ζωή, στοιχεῖα τοῦ φυσικοῦ κόσμου μας, μᾶς ἀρνήθηκαν.

Στήν τρίτη στροφή ἡ λέξη «λάθος» βρίσκεται μετά τήν ἐπίμαχη ἄνω τελεία, ὁπότε τό «λάθος» δεν φαίνεται νά προκύπτει ἀπό τίς πράξεις μας. Ἀπό ποιόν τότε; Ἐξωγενεῖς οἱ παράγοντες, εἶναι ὀφθαλμοφανές. Δεν πήραμε ἐμεῖς τή ζωή μας λάθος (ὅσο καί ἄν ὁ σίφουνας Μίκης Θεοδωράκης αυμπαρέσυρε τά πάντα στό τραγούδι του. Το ποίημα δεν θά ἔπρεπε πλέον νά ἔχει τόν τίτλο «Ἄρνηση» ἀλλά «Λάθος» πού μοιάζει γιά σωστό). Ἑπομένως, τό λάθος δέν εἶναι δικό μας. Τό λάθος βρίσκεται ἔξω ἀπό μᾶς, ὅμως καθορίζει τή ζωή μας καί μᾶς ὑποχρεώνει σέ ἀλλαγή πορείας. Μέ διάθεση πικρή, ὁ Σεφέρης σχολιάζει: «Ποιός εἶναι αὐτός πού μ’ ἔχει ἀποκλείσει;…Τι ἔμεινε ἀπό τή δοκιμασία τῶν τελευταίων χρόνων, ὅπου προσπαθοῦσα, μέσα σέ μιά κακοτοπιά γεμάτη τσακάλια καί ψοφίμια, νά κάνω ὅ,τι μποροῦσα σύμφωνα μέ τή συνείδηση μου. Τί ἔμεινε; Ἡ ἱκανοποίηση πώς ἔκανα τό χρέος μου ὄχι ὁλόκληρο, ἀλλά 50 ἤ 30 τά ἑκατό. Κανείς δεν μπορεῖ νά κάνει ὁλόκληρο τό χρέος του μέσα σ’ ἕνα κόσμο πού ἀρνιέται. μοῖρα μέ τοποθέτησε μέσα στόν κόσμο της ἄρνησης. Καλύτερα ὅλα αὐτά νά λείπουν. Εἶμαι ὁ ξένος. Δεν εἶμαι τίποτε∙ δεν ἔχω τίποτε. Ἴσως καλύτερα ἔτσι. Μπρος, θά ξαναρχίσουμε πάλι ἀπό τήν ἀρχή» γράφει στίς Μέρες Δ΄, 27 Σεπτέμβρη 1941, σελ. 139. «Μᾶς διώχνουνε τά πράγματα»», ἔλεγε ὁ Καρυωτάκης, τόν ὁποῖο ἔχει ὑπόψη ὁ Σεφέρης. Μέ ὅλα λοιπόν, «καρδιά», «πνοή», «πόθους», «πάθος», «πήραμε τή ζωή μας», ἄνω τελεία καί ὄχι «πήραμε τή ζωή μας λάθος», καθόλου λάθος δεν τήν πήραμε. Τό «λάθος» εἶναι ἀλλοῦ.

Εἶναι «λάθος» νά νομίζουμε πώς, ἐπειδή κάναμε τό χρέος μας καί ἐπειδή δώσαμε «καρδιά», «πνοή», «πόθους», «πάθος», γι’ αὐτό καί μόνο νά νομίζουμε ὅτι ὅλα θά μᾶς πᾶνε καλά. Δεν ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς. Ἐμεῖς κάναμε αὐτό πού ἔπρεπε, χωρίς νά ξέρουμε πού θά καταλήξει ἤ ποιός θά ἀποφασίσει. Σάν τούς «ἥρωες» πού προχωροῦν στά σκοτεινά»[1] κάνουμε ὅ,τι πρέπει, κάναμε ὅ,τι ἔπρεπε, ἀλλά …

Ἄν δοῦμε ἀπό τήν ἀρχή τό ποίημα, θά ἀναγνωρίσουμε:

-τήν ἀθώα μας νιότη καί τήν ἐπιθυμία γιά πρόοδο

-τήν ἀπόπειρα νά καταγράψουμε τό στόχο μας

– τά συναισθηματικά ἐφόδια γιά τήν πορεία μας.

Σ’ αὐτά ὅλα ἔρχονται ἀντιμέτωποι:


Τό γλυφό νερό πού δεν πίνεται [2], ἡ ἄμμος πού ὅ,τι γράφεται πάνω της εὔκολα σβήνεται, ὁ ὡραῖος μπάτης, ὁ ἄνεμος πού παρασύρει τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων (gone with the wind). Νά ὑποκρύπτεται ἐδῶ ἡ «Φθορά» τοῦ Καρυωτάκη; «Στήν ἄμμο τά ἔργα στήνονται μεγάλα τῶν ἀνθρώπων καί σάν παιδάκι τά γκρεμίζει ὁ Χρόνος μέ τό πόδι»;

Καί πιό πίσω, ὁ Αἰών – παῖς τοῦ Ἡράκλειτου πού παίζει πεσσούς, ἤ μήπως ἡ λαϊκή ἀντίληψη πώς ἄν διατηρηθεῖ ἡ γραφή στήν ἄμμο, θά τελεσφορήσει ἡ εὐχή; Ἡ ἄμμος εἴτε εἶναι στήν ἔρημο εἴτε στήν παραλία εἶναι ὑλικό εὐμετάβολο καί μεταμορφώσιμο, ἄρα ἀκατάλληλο γιά νά διαρκέσει. Ἀπό τήν ἄλλη, ἐκείνη ἡ «πατοῦσα πού σύναξε σοφία στήν ἄμμο» τοῦ Ελύτη μᾶς προβληματίζει [3]. Μήπως, τότε ἐκεῖ βρίσκεται ἡ σοφία; Στή συνειδητοποίηση τῆς παροδικότητας μας; Ὅτι «ἡ ζωή εἶναι … μιά σκόνη σ’ ἕνα σπυρί τῆς ἄμμου κι' ἀκόμα λιγότερο»;[4] Ό,τι καί ἄν ἰσχύει τό θέμα εἶναι πώς λογαριάσαμε χωρίς τόν ξενοδόχο, καί ὁ ξενοδόχος μπορεῖ νά εἶναι ἡ Ζωή, ἡ Ἱστορία, οἱ κοινωνικές καί πολιτικές συνθῆκες, τά πρόσωπα πού μᾶς περιβάλλουν, τά «τσακάλια» καί τά «ψοφίμια», τά ἐπικαιρικά, τά ἀπρόβλεπτα, τά ὁποία δεν συγκινοῦνται ἀπό τό ὡραῖο περιγιάλι καί τήν ξανθή ἀμμουδιά, καί μᾶς εἶπαν ΟΧΙ, μᾶς ἀρνήθηκαν; Ἀναγκαστικά ἡ «ΑΡΝΗΣΗ» ἐπιβάλλει ἕναν ἐπαναπροσδιορισμό, ἀλλά καί συνέχιση τοῦ ταξιδιοῦ, ἔστω καί ἀπό λιμάνι σέ λιμάνι, ὅπως εἶναι φανερό σέ ὅλο τό μετέπειτα ἔργο τοῦ Σεφέρη.

Κι' ὁ ἄνθρωπος τί εἶναι; Εἶναι αὐτός πού παρασύρεται ἀπό τό ποτάμι τῆς Ἱστορίας:


«Φύλλα τῆς φοινικιᾶς στή λάσπη»[5], «πλατανόφυλλο πού παρασύρει ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου», «κλωνάρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς» καί «βοῦρλα» πού «τό ρέμα κίτρινο κατεβάζει»[6]. «ἄχερο στ’ ἁλώνι», ὅπως ἔγραφε τό 1931 στό «Πάνω σ’ ἕναν ξένο στίχο» Ἡ Ζωή καί ἡ Ἱστορία καθορίζουν τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο κι' ἄν ὁ ἴδιος ἀντιστέκεται. Σάν τόν ἥρωα τῆς τραγωδίας, βρίσκεται ἐκεῖ γιά νά πραγματωθεῖ ὁ μῦθος, μόνο πού στόν Σεφέρη ὁ ἄνθρωπος δεν εἶναι τραγικός ἥρωας ἀλλά Ἐλπήνορας, δηλαδή ἀσήμαντος, ἀδύναμος καί ἄβουλος, «στῆς γῆς την πλάτη»[7]. Ἡ προσωπική μας θέση, τό προσωπικό μας ὄνειρο δεν μετράει. Εἶναι:

Οἱ στοχασμοί μας

σάν τίς πευκοβελόνες τῆς χθεσινῆς νεροποντῆς

στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μας μαζεμένοι κι' άχρηστοι[8]

Ἄν τό θέλησα νά μείνω μόνος, γύρεψα

τῇ μοναξιά, δέ γύρεψα μιά τέτοια ἀπαντοχή,

τό κομμάτιασμα τῆς ψυχῆς μου στόν ορίζοντα[9]

ἤ ἀκόμα

Ὅτι ἀγάπησα χάθηκε μαζί μέ τά σπίτια

πού ἦταν καινούρια τό περασμένο καλοκαίρι

καί γκρέμισαν μέ τόν ἀγέρα τοῦ φθινοπώρου…[10]

Τελικά δεν ὑπάρχει ἐλπίδα;

Ὑπάρχει. Ἀπό τό ἀδιέξοδο καί τήν διάψευση μᾶς βγάζει ἡ ἄλλη, ἡ ὑποχρεωτική ἀλλαγή. Ἡ ζωή πρέπει νά συνεχιστεῖ μέ ὅποιο κόστος, ἀφοῦ μᾶς ἀλέσει στίς μυλόπετρες. Ἔτσι κι' ἐκεῖνο τό «της» της β΄ στροφῆς, εἶναι πλέον σαφές ὅτι ἀναφέρεται, ἄς ποῦμε, στήν ἀγαπημένη γυναῖκα, ἀλλά πιό πίσω καί πέρα ἀπό τήν ἀγαπημένη γυναῖκα βρίσκεται ἡ ἀγαπημένη ζωή πού, δύο φορές στήν τρίτη στροφή, ἔδειξε την ΑΡΝΗΣΗ της.

Ἄς δοῦμε καί τό «πές τῆς το μ’ ἕνα γιουκαλίλι»: Ἄχ νά ‘'ταν ἡ ζωή μας ἴσια /πώς θά τήν παίρναμε κατόπι (θά την ἀκολουθούσαμε)/ Μ’ ἀλλιῶς ἡ μοῖρα τό βουληθῆ, πρέπει νά στρίψει σέ μιά κόχη.

Ἡ Μοῖρα εἶναι ἡ λέξη κλειδί καί αὐτή ἐπιβάλλει τήν αλλαγή-στροφή. Δεν εἶναι στό χέρι μας ἡ ἐπιλογή.

Συνυπολογίζοντας τί ἔχει ζήσει ὁ Σεφέρης καί πόσο συχνά ἀπαντᾶ ἡ λέξη «Μοῖρα» στό ἔργο του, νομίζω δεν μᾶς ἀφήνει περιθώριο νά ἔχουμε κάνει τό λάθος ἐμεῖς…

——————————————————————————–

[1] Τελευταῖο Σταθμός.

[2] Μυθιστόρημα ΙΘ΄, «Κι' ἄν ὁ ἀγέρας φυσᾶ δεν μας δροσίζει»

[3] Το Ἄξιον Ἐστί, «Το Δοξαστικόν».

[4] Μέρες Γ΄, 19 Δεκεμβρίου 1939

[5] Α΄ Σαντορίνη.

[6] Ὁ βασιλιᾶς της Ασίνης

[7] Οἱ Σύντροφοι στόν Ἄδη.

[8] Μυθιστόρημα Ζ΄.

[9] Μυθιστόρημα Θ΄.


[10] Μυθιστόρημα ΙΖ΄.

Comments


bottom of page